γλεύκος

γλεύκος
το (AM γλεῡκος)
ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση
μσν.
ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| αρχ.
1. ο χυμός τού σταφυλιού
2. η ορμή («τῆς ἡλικίας τὸ γλεῦκος»)
3. η γλυκύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με απαθή βαθμίδα θέματος, που συνδέεται με το γλυκύς*. Μορφολογικά αποτελεί μεταγενέστερο σχηματισμό κατά τα ουδέτερα σε -ς που κλίνονται κατά τον ίδιο τρόπο. Όσον αφορά στη σημασία τής λ., έχει ως αφετηρία την έννοια «γλυκιά γεύση», «ζαχαρώδες», που δηλώνεται από την οικογένεια τού γλυκύς.
ΠΑΡ. αρχ. γλεύκη, γλεύκινος
μσν.
γλευκίτης.
ΣΥΝΘ. γλευκαγωγός
αρχ.
αγλευκής, αειγλεύκος, πολύγλευκος
νεοελλ.
γλευκοζύγιο και γλευκόζυγος, γλευκομετρία, γλευκόμετρο, γλευκοπότης, ζυθόγλευκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλεῦκος — sweet new wine neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • πολύγλευκος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολύ γλεύκος, πολύ μούστο 2. αυτός που αποδίδει πολύ μούστο («οὐδέ πολυγλεύκου γειομόρος [εἰμί] βότρυος», Απολλωνίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γλεῦκος, τὸ, «μούστος» (πρβλ. αει γλεύκος)] …   Dictionary of Greek

  • μπίρα — Αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση βύνης (κριθαριού που πέταξε βλαστό), αρωματισμένης με λυκίσκο. Η μ. και τα ανάλογα ποτά που προέρχονται από τη ζύμωση άλλων δημητριακών είναι από τα πιο αρχαία και τα πιο διαδεδομένα. Τη χρησιμοποιούσαν …   Dictionary of Greek

  • γλεύκει — γλεύ̱κει , γλεῦκος sweet new wine neut nom/voc/acc dual (attic epic) γλεύ̱κεϊ , γλεῦκος sweet new wine neut dat sg (epic ionic) γλεύ̱κει , γλεῦκος sweet new wine neut dat sg γλευκάω oversweetened pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) γλευκάω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλευκοπότης — ο αυτός που πίνει γλεύκος, μούστο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλεύκος + πότης < πότης < πίνω (πρβλ. οινοπότης, συμπότης)] …   Dictionary of Greek

  • γλεύκινος — γλεύκινος, η, ον (Α) [γλεύκος] 1. ο παρασκευασμένος από γλεύκος («γλεύκινον μύρον») 2. (για κρασί) αυτό που δεν έχει υποστεί ακόμη ζύμωση 3. το ουδ. ως ουσ. είδος αλοιφής …   Dictionary of Greek

  • κάροινον — και κάρυνον και καρύϊνον, τὸ (Α) 1. βρασμένο γλεύκος, πετιμέζι 2. φρ. «καρύϊνα δοκίμια» τα δοχεία στα οποία φύλαγαν το βρασμένο γλεύκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύϊνον. Πρόκειται για το ουδ. τού επιθ. καρύϊνος (< κάρυον) που συνδέθηκε παρετυμολ. με το …   Dictionary of Greek

  • Deucalion — For other uses, see Deucalion (disambiguation). Deucalion from Promptuarii Iconum Insigniorum In Greek mythology Deucalion (pronounced /dj …   Wikipedia

  • Glucosa — Moléculas de D y L glucosa Nombre IUPAC * 6 (hidroximetil) hexano 2,3,4,5 tetrol * (2R,3R,4S,5R,6R) 6 (hidroximetil) tetrahidro 2H pirano 2,3,4,5 tetraol Otros nombres Dextrosa …   Wikipedia Español

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”